- Κοίλοις
- Κοῖλαneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοιλοῖς — κοιλόω hollow out pres opt act 2nd sg κοιλόω hollow out pres subj act 2nd sg κοιλόω hollow out pres ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοίλοις — κόιλος hollow masc/neut dat pl κοί̱λοις , κοῖλος hollow masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PUTICULI — appellati a puteis, quod ibi cadavera in puteis obruerentur: vel quod in his corpora putrescerent. Romae extra Exquilias fuit locus publicus, erat commune sepulchrum miserae plebi. Varr. l. 4. de L. L. Melius, sic antiquissimis Romanis dictae… … Hofmann J. Lexicon universale
περιαγής — ές, Α [περιάγνυμι] 1. ο σπασμένος σε κομμάτια 2. στρογγυλός («τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», Πλούτ.) 3. κυρτός («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», Πλούτ.) 4. ο κεκαμμένος, σε αντιδιαστολή προς τον ευθύ … Dictionary of Greek
χειμάζομαι — ΝΑ, και ενεργ. τ. χειμάζω και χιμάζω Α [χεῑμα] παθ. 1. υφίσταμαι τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες τού χειμώνα 2. μτφ. δοκιμάζομαι, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι αρχ. 1. ενεργ. α) εκθέτω κάτι στο ψύχος τού χειμώνα β) (κυρίως για θεό) εγείρω θύελλα,… … Dictionary of Greek